κηδεύσας

κηδεύσας
κηδεύσᾱς , κηδεύω
take charge of
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • погрети — ПОГРЕ|ТИ (165), БОУ, БЕТЬ гл. 1.Похоронить, погрести: аще же и ѹбогъ ѥсть. попе||ци сѧ не нага погрети ѥго. Изб 1076, 53–53 об.; въ рацѣ же сщ҃енаго платона положиша. и… чс҃тьно погребоша. ЖФСт к. XII, 171; и тако възьмъше мощи погребѹ(т). УСт к …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε …   Dictionary of Greek

  • κηδεύω — (ΑΜ κηδεύω) [κήδος] κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τόν κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.) μσν. 1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον 2. προσέχω, φυλάγομαι μσν. αρχ. φροντίζω, περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”